- ξεχώνω
- ξέχωσα1. βγάζω έξω κάτι που ήταν παραχωμένο.2. κάνω ανακομιδή των οστών νεκρού, ξεθάβω: Στα τρία χρόνια ξεχώσαμε τη μάνα μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεχώνω — 1. βρίσκω και εξάγω κάτι βαθιά χωμένο στη γη, αποκαλύπτω κάτι 2. ξεθάβω νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ χώνω (αόρ. ἐξ έχωσα), βλ. λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek
εκχώνω — και ξεχώνω βγάζω κάτι που είναι χωμένο στη γη, ξεθάβω, ξεχώνω, ξεχωνιάζω … Dictionary of Greek
ανασκάπτω — (AM ἀνασκάπτω) 1. σκάβω εκ νέου, σκάβω σε βάθος 2. ξεριζώνω, ξεχώνω 3. (στη γλώσσα τής Αρχαιολογίας) σκάβω αναζητώντας ευρήματα 4. κατεδαφίζω, καταστρέφω ολοκληρωτικά … Dictionary of Greek
αναχώννυμι — ἀναχώννυμι κ. ἀναχωννύω κ. ἀναχῶ ( όω) (Α) (νεοελλ. και αναχώνω) μσν. 1. (για τάφο) ανοίγω 2. ξεχώνω νεκρό, ξεθάβω αρχ. 1. συσσωρεύω χώμα και σχηματίζω λόφο 2. γεμίζω, επικαλύπτω με χώμα 3. θάβω νεκρό … Dictionary of Greek
ανορύσσω — (ΜΑ ἀνορύσσω και ἀνορύττω) 1. βγάζω από το έδαφος με εκσκαφή κάτι θαμμένο, ξεχώνω 2. διανοίγω, ανοίγω με εκσκαφή μσν. μτφ. εξιχνιάζω, διευκρινίζω αρχ. 1. (σχετικά με φυτό) ξεριζώνω 2. καταστρέφω 3. μπήγω τα νύχια … Dictionary of Greek
εκθάπτω — και ξεθάπτω και ξεθάβω (AM ἐκθάπτω) 1. βγάζω από τον τάφο 2. γεν. ξεχώνω κάτι καλά κρυμμένο νεοελλ. ανακαλύπτω κάτι χαμένο ή λησμονημένο … Dictionary of Greek
ξέχωμα — και ξέχωσμα, το [ξεχώνω] 1. εξαγωγή ενός πράγματος βαθιά χωμένου στη γη 2. εκταφή νεκρού … Dictionary of Greek
ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… … Dictionary of Greek
ξεχωνιάζω — 1. σκάβω βαθιά τη γη, ανασκάπτω 2. ανασύρω κάτι βαθιά χωμένο στο έδαφος 3. (κατ επέκτ.) αποκαλύπτω κάτι καλά κρυμμένο («πού πήγες και τό ξεχώνιασες πάλι αυτό το βιβλίο;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεχώνω κατά τα ρ. σε ιάζω (πρβλ. καταχωνιάζω: καταχώνω)] … Dictionary of Greek
συνανορύττω — Μ ανορύσσω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνορύττω «ανοίγω λάκκο, σκάβω, ξεχώνω»] … Dictionary of Greek